........................* Ειδήσεις - Ανταποκρίσεις - Ρεπορτάζ - Συνεντεύξεις - Τουρισμός - Διεθνή Νέα - Απόδημος Ελληνισμός *
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Translate (Μετάφραση)


................................Παράλιο Αστρος Κυνουρίας............................Φωτογραφία: Πέτρος Σ. Αϊβαλής, εφημερίδα "Αρκαδικό Βήμα"
"Χαίρε Ω Χαίρε Ελευθερία" Δ. Σολωμός

Παρασκευή 29 Ιουνίου 2018

Κάστρο Μπεζενίκου ή Κάστρο Βλαχέρνας ή Βλαχερνών


παναγιωτης μανιατοπουλος 


  ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΜΑΣ  


Η Βλαχέρνα (παλιά ονομασία: Μπεζενίκο) βρίσκεται 32 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Τρίπολης, και είναι χτισμένη στις πρόποδες του Μαινάλου, σε υψόμετρο 954 μέτρα.
Πάνω από τη Βλαχέρνα ορθώνεται επιβλητικός βράχος σε ύψος 1.150μ. και μέσα στα έλατα, το βυζαντινό κάστρο του Μπεζενίκου.

Τοποθεσία & Στρατηγική Σημασία
Η γεωγραφική θέση που κατέχει το κάστρο είναι καίρια για το έλεγχο του κόμβου Μαντινεία – Ηλεία.

Το Όνομα του Κάστρου

«Μπεζενίκος» ήταν το παλιό -υποτίθεται σλάβικο- όνομα του χωριού που σήμερα ονομάζεται «Βλαχέρνα». Αναφέρεται με την ονομασία Παζενίκι σε ένα κείμενο από τον 15ο αιώνα του Λαόνικο Χαλκοκονδύλη και σαν Πατζάνικα σε ανώνυμο χρονικό. Σε Ενετικό κατάλογο κάστρων του 1463 καταγράφεται σανBocenico, ενώ την περίοδο της τελευταίας Ενετοκρατίας ήταν γνωστό σαν Besenico.


Πιθανόν να προέρχεται από σλαβική λέξη που σημαίνει «βατομουριά». Σύμφωνα με μη επιβεβαιωμένη εκδοχή, η ονομασία προέρχεται από τον Ρωμαίο Besius ο οποίος ήταν στρατηγός υπό τις διαταγές του Στιλίχωνος, του αρχηγού του στρατού της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που αναχαίτισε την επιδρομή του Αλάριχου στην Ελλάδα (ενώ η Ανατολική Αυτοκρατορία παρακολούθούσε ατάραχη). Μετά την νίκη εκείνη, το 397 μ.Χ., η τοποθεσία πήρε την ονομασία «Μπεσενίκος».


Ιστορία

Η πλέον πιθανή χρονολογία κατασκευής είναι η περίοδος της ανακτήσεως της Γορτυνίας από τους Βυζαντινούς του Δεσποτάτου του Μορέως, δηλαδή τον 14ο αιώνα, μετά το 1320.
Λόγω της εξαιρετικής οχυρής του θέσης ο Μωάμεθ Β’ δεν μπόρεσε να το κυριεύσει το 1458, όταν κατέκτησε ολόκληρη την Πελοπόννησο. Κατελήφθη από τους Οθωμανούς αργότερα.

Ο Κόντογλου περιγράφει χαρακτηριστικά:

O Σουλτάν Μεχμέτ το πολιόρκησε μα δεν το πήρε κι έστειλεν τον Γκίνον Καντακουζηνόν, Αλβανοέλληνα, να τους προτείνει να παραδοθούν. Αλλά αυτός τους πρότρεψε να βαστάξουν και τον έδιωξε ο Σουλτάνος και πήγε και πέθανε στην Ουγγαρία. Ο σουλτάνος πήγε και ετέντωσε στην Τεγέα, κι από κει στο Μουχλί, που το πολιόρκησε κι έκοψε το νερό και το παράδωσε ο Δημήτρης Ασάνης έντιμα.
Το 1826 το κάστρο αντιστάθηκε και στις ορδές του Ιμπραήμ.

Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία

Υπάρχει δρόμος που οδηγεί από το χωριό μέχρι το Παλαιό Μοναστήρι της Παναγίας της Ελεούσας (Αγιαλεούσας), που είναι εντυπωσιακά κτισμένη σε κοιλότητα νοτιοδυτικά στα ριζά του βράχου και κάτω από το κάστρο. Πριν από την Μονή, σε μικρότερη κοιλότητα του βράχου, σαν σπηλιά, υπάρχει το εξωκκλήσι της Παναγίας της Καταφυγιώτισσας με θαυμάσιες φθαρμένες τοιχογραφίες.

Το κάστρο αποτελεί ένα φυσικό οχυρό, καθώς ο βράχος επί του οποίου έχει κτιστεί είναι απροσπέλαστος από τις τρεις πλευρές και μόνο από την ανατολική πλευρά υπάρχει ομαλή πρόσβαση. Σε αυτό το σημείο οι Βυζαντινοί έκτισαν ισχυρή διπλή οχύρωση και πύργους. Το κάστρο είναι αρκετά εκτεταμένο, φέρει και στοιχεία αρχαίας τοιχοποιίας και δύο εμφανείς πύργους. Ο ένας από αυτούς, στην Ν.Α. πλευρά, ευρίσκεται στο υψηλότερο σημείο και έχει ασυνήθιστο σχήμα τραπεζιού, διαστάσεων 5,7,6 και 9 μ., ύψους περίπου 5 μ. και πάχους 1,2 μ. 
Άλλος εμφανής πύργος ύψους πάνω από 5 μ. υπάρχει στα Ν.Α. Στο εσωτερικό του πύργου αυτού υπήρχε στέρνα. Οι ντόπιοι ασβεστόλιθοι, τα κεραμίδια και το ασβεστοκονίαμα που χρησιμοποιήθηκαν στην οχύρωση του βράχου μαρτυρούν και τη βυζαντινή τοιχοδομία της.

Στη σχεδόν επίπεδη κορυφή του κάστρου, από την οποία διακρίνονται το Μαίναλο, ο βλαχέρνικος κάμπος και πιο μακριά οι βουνοκορφές του Ολίγυρτου και του Λύρκειου, διακρίνονται οικιστικά κατάλοιπα και πολλές υδατοδεξαμενές.


Πηγές:
Φώτης Κόντογλου, "Ο ΚΑΣΤΡΟΛΟΓΟΣ", σελ.150, εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήνα 2004
Φωτογραφίες από τον κ. Ηλία Τσαρουχά